- ἀλιπεῖς
- ἀλιπήςwithout fat meagremasc/fem acc plἀλιπήςwithout fat meagremasc/fem nom/voc pl (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκνήχομαι — ἐκνήχομαι (Α) 1. βγαίνω κολυμπώντας στην ξηρά 2. διανύω κολυμπώντας («τοὺς δὲ πόρρω τῶν Ἡρακλείων στηλῶν ἀλιπεῑς διὰ τὸ πλείονα τόπον ἐκνενῆχθαι») 3. καταλήγω, φθάνω … Dictionary of Greek